οϊστοβόλος

οϊστοβόλος
ὀϊστοβόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. ιξο-βόλος, τοξο-βόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀιστοβόλος — ὀϊστοβόλος , ὀιστοβόλος arrow shooting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀιστοβόλον — ὀϊστοβόλον , ὀιστοβόλος arrow shooting masc/fem acc sg ὀϊστοβόλον , ὀιστοβόλος arrow shooting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀιστοβόλοιο — ὀϊστοβόλοιο , ὀιστοβόλος arrow shooting masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀιστοβόλους — ὀϊστοβόλους , ὀιστοβόλος arrow shooting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀιστοβόλων — ὀϊστοβόλων , ὀιστοβόλος arrow shooting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀιστοβόλῳ — ὀϊστοβόλῳ , ὀιστοβόλος arrow shooting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”